- Πυλόνδε
- Πυλόνδε: to Pylos.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Πύλονδε — Πυλόνδε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλονδε — Α επίρρ. προς την Πύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Πύλον + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ἀθήνα δε)] … Dictionary of Greek
Πύλονδ' — Πύλονδε , Πυλόνδε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)